επιτηρητικός

επιτηρητικός
-ή, -ό (Α ἐπιτηρητικός, -ή, -όν) [επιτηρητής]
νεοελλ.
κατάλληλος ή αρμόδιος να επιτηρεί, αυτός που έχει εντολή να επιτηρεί («επιτηρητικός στρατός» — τμήμα στρατού που επιτηρεί τις κινήσεις τού εχθρού)
αρχ.
αυτός που παραμονεύει, που καιροφυλακτεί κάποια ευκαιρία (κυρίως για να βλάψει).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτηρητικός — watching for an opportunity masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτηρητικός — ή, ό επίρρ. ά ο κατάλληλος να επιτηρεί ή που έχει εντολή να επιτηρεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτηρητικόν — ἐπιτηρητικός watching for an opportunity masc acc sg ἐπιτηρητικός watching for an opportunity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηρητική — ἐπιτηρητικός watching for an opportunity fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηρητικήν — ἐπιτηρητικός watching for an opportunity fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”