- επιτηρητικός
- -ή, -ό (Α ἐπιτηρητικός, -ή, -όν) [επιτηρητής]νεοελλ.κατάλληλος ή αρμόδιος να επιτηρεί, αυτός που έχει εντολή να επιτηρεί («επιτηρητικός στρατός» — τμήμα στρατού που επιτηρεί τις κινήσεις τού εχθρού)αρχ.αυτός που παραμονεύει, που καιροφυλακτεί κάποια ευκαιρία (κυρίως για να βλάψει).
Dictionary of Greek. 2013.